- συ(μ)φορά
- η1. μεγάλο δυστύχημα: Τον έπληξε με μεγάλη συμφορά.2. (ως επιφών.) «συφορά μας», αλίμονό μας· «συφορά του», τρομάρα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φορά — φορά̱ , φορά an act fem nom/voc/acc dual φορά̱ , φορά an act fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φοράς fruitful fem voc sg φορός bearing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορᾷ — φορά an act fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
φόρα — (I) Ν επίρρ. (κυρίως φρ.) α) «τά βγάζω στη φόρα [ή στα φόρα]» και «βγάζω τ άπλυτα στη φόρα» αποκαλύπτω μυστικά, συνήθως επιλήψιμα β) «φόρα το μαχαίρι» και «φόρα το κουμπούρι του» έβγαλε το μαχαίρι ή το κουμπούρι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum… … Dictionary of Greek
φορά — η 1. γρήγορη, ορμητική κίνηση, ορμή. 2. η φόρα (βλ. λ.): Άλμα χωρίς φορά. 3. η κατεύθυνση της κίνησης, η διεύθυνση του πράγματος που κινείται: Η φορά του ρεύματος. 4. περίπτωση ή κατάσταση σε συνδυασμό με χρονική έννοια, χρονική περίοδος, στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φόρα — η 1. φορά, ορμή, δύναμη: Έπεσε πάνω μου με φόρα. 2. η προπαρασκευαστική κίνηση για άλμα ή ρίψη, ο παλμός: Πήρε φόρα και πήδηξε το χαντάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορᾶ — φορεύς bearer masc acc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρα — φόρον forum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορᾶι — φορᾷ , φορά an act fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράν — φορά̱ν , φορά an act fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)